Τα μεταδιδόμενα νοσήματα HIV και ηπατίτιδες Β και C (HBV, HCV) αποτελούν σύγχρονο πρόβλημα δημόσιας υγείας. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), στο τέλος του 2019 εκτιμάται ότι 296 (95% όρια αξιοπιστίας [95% CI]: 282-423) εκατομμύρια άτομα ζούσαν με χρόνια ηπατίτιδα Β, εκ των οποίων 14 εκατομμύρια στην περιοχή της Ευρώπης, με τον συνολικό επιπολασμό να είναι της τάξης του 3,84% με μεγάλες όμως διακυμάνσεις ανά περιοχή (0.53% στην Αμερική, 7,53% στην Αφρική και 1,46% στην Ευρώπη. Σε 1,5 εκατομμύριο εκτιμάται ο αριθμός των νέων μολύνσεων με HBV το 2019. Στο τέλος του 2019, 58 (95% CI: 46-76) εκατομμύρια άτομα εκτιμάται ότι είχαν χρόνια ηπατίτιδα C, 5 εκατομμύρια εκ των οποίων στην περιοχή της Ευρώπης. Ο συνολικός επιπολασμός εκτιμήθηκε στο 0,75% (0,47% στην Αμερική, 1,64% στην Ανατολική Μεσόγεια, 1,35% στην Ευρώπη) ενώ 1,5 εκατομμύρια εκτιμάται ότι ήταν οι νέες λοιμώξεις με ηπατίτιδα C το 2019. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, 39 (95% CI: 33,1-45,7) εκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν με τον HIV στο τέλος του 2022, 25,6 εκατομμύρια εξ αυτών στην Αφρική. Εκτιμάται ότι υπήρξαν το 2022 1,3 εκατομμύρια νέες λοιμώξεις με HIV.
Ο ΠΟΥ έχει θέσει ως στόχο την εξάλειψη των ιογενών ηπατιτίδων B και C ως το τέλος του 2020. Οι σύγχρονες θεραπείες με αντιικά άμεσης δράσης (direct acting antivirals – DAAs), που οδηγούν στην εκρίζωση της χρόνιας ηπατίτιδας C και στην καταστολή του ιικού φορτίου στη χρόνια ηπατίτιδα Β, καθώς και η διαθεσιμότητα εμβολίου έναντι της HBV, καθιστούν το στόχο αυτό δυνητικά εφικτό. Ως επιμέρους στόχοι τέθηκαν οι: α) μείωση κατά 30% των νέων μολύνσεων από τις δύο αυτές λοιμώξεις μέχρι το 2020 και κατά 90% μέχρι το τέλος του 2030 και β) μείωση κατά 10% των αποδιδόμενων στις ιογενείς ηπατίτιδες B και C θανάτων μέχρι τέλους του 2020 και κατά 65% μέχρι το τέλος του 2030. Η σύγχρονη συνδυαστική αντιρετροϊκή θεραπεία δεν οδηγεί μεν σε εκρίζωση της HIV αλλά καταστέλλει το ιικό φορτίο σε μη ανιχνεύσιμα όρια σε άτομα με καλή συμμόρφωση στη θεραπεία, μετατρέποντας έτσι την HIV από θανατηφόρο σε χρόνιο νόσημα, ενώ παράλληλα σχεδόν μηδενίζει τη δυνατότητα μετάδοσή της (U=U: Undetectable=untransmitted). Με βάση αυτά τα δεδομένα, τόσο ο ΠΟΥ όσο και το UNAIDS έχουν θέσει ως στόχο τη λήξη της επιδημίας HIV μέχρι το τέλος του 2030 με ενδιάμεσο στόχο την επίτευξη του 95-95-95 μέχρι το τέλος του 2025 (95% των ατόμων που ζουν με τον HIV να έχουν διαγνωστεί, το 95% των διαγνωσμένων να λαμβάνει αντιρετροϊκή θεραπεία, και το 95% των υπό θεραπεία να έχει επιτύχει καταστολή του ιικού φορτίου).
Προς το παρόν φαίνεται να υπάρχει σημαντική υστέρηση στην επίτευξη αυτών των στόχων. Οι κύριοι ανασταλτικοί παράγοντες είναι η καθυστερημένη διάγνωση, καθώς και οι τρείς λοιμώξεις χαρακτηρίζονται από μακρά ασυμπτωματική περίοδο, και οι φραγμοί πρόσβασης στο σύστημα υγείας, ιδιαίτερα των ευάλωτων πληθυσμών (χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών-ΧΕΝ, άστεγοι, εργαζόμενοι στη βιομηχανία του σεξ, φυλακισμένοι, μετανάστες, κλπ). Το 2019 εκτιμήθηκε ότι διεθνώς μόλις το 10,3% των ατόμων με ηπατίτιδα Β και το 21% αυτών με ηπατίτιδα C είχαν διαγνωστεί και ανάμεσα στους διαγνωσμένους μόνο το 21,5 % και το 61,9% είχαν αντίστοιχα λάβει θεραπεία. Εκτιμάται δε ότι ο στόχος εξάλειψης της ηπατίτιδας C, για πολλές χώρες δεν θα έχει επιτευχθεί έως το 2050. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, το 2022 εκτιμάται ότι το 86% των ατόμων που ζουν με τον HIV είχε διαγνωστεί, το 76% ήταν υπό αντιρετροϊκή θεραπεία (ART) και το 71% είχε κατεσταλμένο ιικό φορτίο. Είναι εν πολλοίς όμως ασαφές ακόμη το μέγεθος της επίδρασης της COVID-19 επιδημίας και του φορτίου στα συστήματα υγείας καθώς και των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης στην προσπάθεια ελέγχου των λοιμωδών αυτών νοσημάτων. Υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτή συνέβαλε στην περαιτέρω καθυστέρηση των νέων διαγνώσεων, κυρίως σε ευάλωτους πληθυσμούς, αλλά και στη μείωση του ρυθμού ή/και τη διακοπή των θεραπευτικών προγραμμάτων της ηπατίτιδας C.
Η χρήστη ενδοφλέβιων ναρκωτικών συνοδεύεται και από πολλές άλλες ευαλωτότητες. Εκτιμάται ότι το 24,8% των ΧΕΝ είναι άστεγοι, το 58,4% έχουν ιστορικό φυλάκισης ενώ το 14,9% έχουν εμπλακεί τουλάχιστον μία φορά σε σεξουαλικές επαφές με αμοιβή. Ο επιπολασμός της χρήσης ενδοφλέβιων ναρκωτικών καθώς και των λοιμώξεων HIV, HBV και HCV σε PWID διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα. Όμως ο επιπολασμός και των τριών λοιμώξεων είναι συνολικά πολύ υψηλότερος στα άτομα που κάνουν χρήση, συγκριτικά με το γενικό πληθυσμό (HIV: 0,5% στο γενικό πληθυσμό (ΓΠ) και 14,9% σε ΧΕΝ, HCV: 0,8% ΓΠ και 38,8% σε ΧΕΝ, HBV: 3,8% ΓΠ και 8,4 σε ΧΕΝ).
Στην Ελλάδα, ο αριθμός των ατόμων που κάνουν χρήση οπιοειδών καθώς και των ενεργών χρηστών (ενέσιμη χρήση τον τελευταίο μήνα) φαίνεται να μειώνεται διαχρονικά. Το 2020 ο εκτιμώμενος αριθμός ενεργών χρηστών ήταν 2488. Ενδέχεται όμως, ο αριθμός αυτός να είναι σημαντικά υπο-εκτιμημένος καθώς εξαρτάται από τις πηγές που χρησιμοποιούνται για την εκτίμησή του, με σημαντικές επιπτώσεις στην εκτίμηση του ποσοστού κάλυψης των προγραμμάτων μείωσης βλάβης.
Το 2011 σημειώθηκε επιδημία HIV λοίμωξης στους ΧΕΝ με αποτέλεσμα 1 περίπου στους 6 χρήστες που ζουν στην Αθήνα να έχει ήδη μολυνθεί από τον ιό HIV. Η επιδημία αυτή οδήγησε στην εντατικοποίηση των προγραμμάτων μείωσης της βλάβης. Τα τελευταία αποτελούν το αντικείμενο του Οργανισμού κατά των Ναρκωτικών (ΟΚΑΝΑ). Μέσω προγραμμάτων μείωσης βλάβης αλλά και του προγράμματος ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ η επιδημική έκρηξη τέθηκε υπό έλεγχο, αν και τα επίπεδα σταθεροποίησης του αριθμού νέων διαγνώσεων είναι σταθερά υψηλότερα συγκριτικά με την προ-επιδημική περίοδο. Εκτός της Ελλάδας, την περίοδο 2011-2016, επιδημικές εκρήξεις HIV σε ΧΕΝ συνέβησαν σε πολλές άλλες χώρες όπως στον Καναδά, την Ιρλανδία, το Ισραήλ, το Λουξεμβούργο, τη Ρουμανία, τη Σκωτία και τις ΗΠΑ.
Έχει δειχθεί ότι της HIV προηγήθηκε κατά περίπου 1 έτος HCV επιδημία, η οποία αν είχε ανιχνευθεί θα είχε ουσιαστικά αποτραπεί η επιδημική έκρηξη HIV και οι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειές της. Το 2014, το 74% των ΧΕΝ που εντάχθηκαν σε προγράμματα υποκατάστασης, «στεγνά» προγράμματα, ή προσέγγισαν υπηρεσίες άμεσης πρόσβασης είχε μολυνθεί από τον ιό της ηπατίτιδας C. Το ίδιο έτος, ο ΟΚΑΝΑ εξυπηρετούσε 10.226 άτομα. Ο έλεγχος των ατόμων αυτών για λοιμώδη νοσήματα επιτρέπει την επιδημιολογική επιτήρηση και την ανίχνευση πιθανών αυξητικών τάσεων διαχρονικά.
Στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες όπου η θνησιμότητα από τα μεταδοτικά νοσήματα έχει μειωθεί σημαντικά, η ανησυχία επικεντρώνεται στην πρόληψη εμφάνισης νέων κρουσμάτων νόσου που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επιδημική έκρηξη. Η έγκαιρη ανίχνευση επιδημικών εκρήξεων μπορεί να περιορίσει το μέγεθος της επιδημίας και να μειώσει τη σχετιζόμενη νοσηρότητα και θνησιμότητα. Για το λόγο αυτό, στη σύγχρονη εποχή της ηλεκτρονικής υγείας, η ανάπτυξη αυτοματοποιημένων συστημάτων έγκαιρης και αξιόπιστης ανίχνευσης επιδημικών εκρήξεων βρίσκεται στο επίκεντρο σχετικών ερευνών.